Διήγημα της Βαρβάρας Βλαχοπούλου: “Η καρδιά της μάνας, το αριστούργημα του Θεού” - Limnos Live
Connect with us

Απόψεις

Διήγημα της Βαρβάρας Βλαχοπούλου: “Η καρδιά της μάνας, το αριστούργημα του Θεού”

Είχα ανοίξει τ’ αυτιά μου, την καρδιά μου, την ψυχή μου και ρουφούσα. Ρουφούσα τα λόγια της μάνας Ελένης.

Δημοσιεύτηκε

στις

 

Περνούσε μπρος μου. Βαστούσε αγκαζέ τη μητέρα της με το αριστερό της χέρι και με το δεξί μανουβράριζε ένα ορθοπεδικό σιδερένιο υποστήριγμα που κατέληγε σε πλατιά τετράποδη βάση.
Το ισχνό ψηλοκάλαμο δεξί της πόδι ήταν φασκιωμένο με ιατρική επιμέλεια. Τα μαύρα μακριά μαλλιά της δεν ήταν δικά της. Τα φορούσε. Εμφανής περούκα ήταν που πλαισίωνε ένα λεπτό βελούδινο πρόσωπο γυμνοσάλιαγκα. Ίχνος τριχοφυΐας στο σημείο των φρυδιών και των τσίνορων.

Πόσο μπορεί να σε σοκάρει μια τέτοια φιγούρα ανάμεσα σε δεκάδες παρόμοιες που μπαινοβγαίνουν σε τούτη την ειδική πτέρυγα του αντικαρκινικού νοσοκομείου;

«Νοσηλεία μιας μέρας» ονομάζεται το τμήμα. Κομψά σκεφτόμενοι οι αρμόδιοι αντικατέστησαν το «Τμήμα χημειοθεραπείας» με το «Νοσηλεία μιας μέρας». Κι’ όμως, η φιγούρα που μόλις πέρασε από μπροστά μου ήταν σοκαριστική και σφετερίστηκε ολοκληρωτικά τη σκέψη μου, βασανιστικά θα έλεγα, ένα μεγάλο χρονικό διάστημα. Γιατί; Γιατί θα ήταν δεν θα ήταν είκοσι πέντε χρονών η υποβασταζόμενη νεαρά με το μπλού τζην που αγκάλιαζε τέλεια το κομψό κορμί της. Ένα κορμί για πασαρέλα. Μια αγουρίδα μες την αψίδα ζύμωσης ώριμων σταφυλιών…
Δεκάδες γυμνά μάτια πάνω σε κεφάλια γουλιά, τυλιγμένα σε τυρμπάν και περούκες, άλλες καραγκιόζικες κι άλλες φινετσάτες, έπεσαν πάνω στη νεανική φιγούρα της υποβασταζόμενης.
Ακριβώς τούτη τη στιγμή περνούσε απ’ τη σάλα της υποδοχής στον εσωτερικό διάδρομο με τους θαλάμους όπου γίνονταν οι χημειοθεραπείες…

ΔΙΑΦΗΜΗΣΗ
Advertisement

Όλα αυτά τα μάτια είχαν την ίδια έκφραση. Όλα αυτά τα μάτια μιλούσαν. «Κι είναι τόσο νέα». «Κρίμα το κορίτσι». «Θεέ μου… έχει και χειρότερα…» ψέλλιζαν με οίκτο.

Η νεαρά, υπό το βάρος της γενικευμένης λύπησης, σχίζοντας τον αέρα του χώρου, έναν αέρα μπουχτισμένο από απόπνοιες πόνου και χνώτα αρρωστημένα, πέρασε στον πρώτο θάλαμο. Ξωπίσω η μητέρα της, σαρανταπεντάρα την έκανα, και ξωπίσω ένας ψηλόκορμος άνδρας με μακρύ κεφάλι ψιλοκουρεμένο, γυαλιά με μαύρο χοντρό σκελετό. Προφανώς, ήταν ο πατέρας της, που προσπαθούσε με χαμόγελο να χαλαρώσει την κόρη του απ’ την κάπα της λύπησης που όλοι εμείς άθελα μας απλώσαμε πάνω της.

Τον είχα δει από νωρίς να περιφέρεται με άνεση στο χώρο, μα μιλά με οικειότητα στο νοσηλευτικό προσωπικό. Με είχε εντυπωσιάσει η εξοικείωση του με τον καρκίνο και το γελαστό ύφος που σ’ αυτόν τον χώρο μόνο η κυρία του φιλανθρωπικού σωματείου σκορπούσε αφειδώς καθώς σερβίριζε καφέδες και μπισκότα στους καρκινοπαθείς.
Ήταν φανερό πως μετά δυσκολίας κουμαντάριζε τη χαρά του και τα μαύρα καλογυαλισμένα χοντροπάπουτσα του.
«Κατά ενενήντα τοις εκατό» τον άκουσα να λέει στην προϊσταμένη και να χαμογελά …Ακούστηκε το όνομα της κυρίας που συνόδευα. «Περάστε στον πρώτο θάλαμο δεξιά» μας είπε μια σφιχτομπούτα νοσοκόμα με ξανθό μαλλί πλεγμένο σε δεκάδες μακριές μπούκλες που πλαισίωναν ένα ξυνόχοντρο πρόσωπο.
Στο πρώτο κρεβάτι φάτσα στην πόρτα η νεαρά με το μπλού τζην και την εβένινη περούκα. Στα πόδια του κρεβατιού η μητέρα της χάιδευε το φασκιωμένο πόδι και ο ψηλόλιγνος κύριος με τα γυαλισμένα χοντροπάπουτσα μπαινόβγαινε και ρώταγε αν θέλει κάτι η κορούλα του στης οποίας την αριστερή φλέβα έρεε ήδη ο σωτήριος ορός της χημειοθεραπείας της.
Αριστερά της, καθισμένη σε καρέκλα μια υπέρβαρη κυρία με μπεζ φαρδοπαντέλονο είχε βολέψει κάπως τα χοντρά της μπούτια μα τα πισινά της πιεζόμενα ξεχείλιζαν αριστερά και δεξιά της καρέκλας.
Κρατούσε ένα παχύ βιβλίο το «Ζαχίρ» του Κοέλο, το περιεχόμενο του οποίου προσπαθούσε περιληπτικά να περάσει στο μυαλό της εικοσιπεντάχρονης καρκινοπαθούς που όπως αποκαλύφθηκε σύντομα, φτερούγιζε πάνω από ένα βρεφικό λίκνο στη μακρινή Ρόδο.

Η φωνή της υπέρβαρης ήταν προκλητικά δυνατή κι έτσι πήγαινε στράφι το φιλανθρωπικό της έργο. Ήταν προφανές πως ανήκε σε κάποιο σωματείο αντικαρκινικής αλληλεγγύης. Κυκλοφορούσαν κι άλλες τέτοιες στο χώρο.
Ξάπλωσαν τη φίλη μου στο κρεβάτι λοξώς κάθετα μ’ αυτό της κοπέλας. Ελένη άκουσα να την αποκαλεί η μητέρα της. Κάθισα κι εγώ στην πλαϊνή καρέκλα κι ως η Ελένη να μπει στα νοήματα του Κοέλο, είχε καλωδιωθεί και η φίλη μου, και ο πρώτος ορός κυλούσε ήδη στην τρυπημένη φλέβα.
Εγώ στη διπλανή καρέκλα, περίεργη θεάτρια μιας καθημερινότητας που έρεε φυσιολογικά στο χώρο, μα τραγικά στη ψυχή μου. «Την άλλη φορά που θα έρθω θα σου φέρω τον Αλχημιστή. Εντάξει;» είπε η χοντρή κυρία, χαιρέτησε, ευχήθηκε, έφυγε, τρύπωσε στο διπλανό δωμάτιο.

ΔΙΑΦΗΜΗΣΗ
Advertisement

Στο απέναντι κρεβάτι ένας ζωηρός ηλικιωμένος δεν έπαψε ένα λεπτό να φλυαρεί με το συνοδό του. Ένα «σουτ» ακούστηκε απ’ το παλληκάρι με τα πυκνά μαύρα μαλλιά, γιό της γριούλας που βυθισμένη στο γωνιακό κρεβάτι ζαλίζονταν όλο και περισσότερο, καθώς στάλαζε το φάρμακο στη φλέβα της.
Έδινε την εντύπωση πως η επόμενη ανάσα της μπορεί να είναι και η τελευταία. Στην άλλη γωνιά, ένας σταφιδιασμένος δαμασμένος γέροντας με αραιή ξεφτισμένη μουστάκα, είχε γύρει την κεφαλή του δεξιά και το κλείσιμο των ματιών του με τις ανύπαρκτες ματοφλίδες, φανέρωνε την επιθυμία του να μείνει αγκαλιά με τη δυστυχία του. Πότε, πότε άνοιγε τα βλέφαρα με κόπο, έκαμνε ένα «τζα» στο χάρο που καιροφυλακτούσε να μαζέψει τον ύστατο παλμό του και με τον ίδιο κόπο τα ξανάκλεινε.

Ως να κάμω την αναγνώριση του θαλάμου, άνοιξε η πόρτα και φανερώθηκε ο άγγελος. Ευγενία την αποκάλεσαν. Ήταν μια καλοφτιαγμένη νοσοκόμα, γελαστή, εγκάρδια, δοσμένη στο λειτούργημα. «Το ύψιστο» παραδέχτηκα μέσα μου. Κρατούσε ένα βαθουλό ανοξείδωτο δισκάκι, γεμάτο πεταλούδες για αιμοληψίες. Στο αντίκρισμα της Ελένης έβαλε χαρούμενες φωνές. Έτρεξε στο προσκεφάλι της, ακούμπησε το δισκάκι στο διπλανό τραπέζι, την αγκάλιασε, τη φίλησε… «Για πες, για πες, αν και μου τα είπε ήδη ο πατέρας σου. Πάμε τέλεια ε;». «Ναι οι γιατροί στη μαγνητική είπαν θα σκίσουν τα πτυχία τους. Ενενήντα τοις εκατό υποχώρησε η αρρώστια μου. Άλλη μια χημειοθεραπεία και τελειώνω. Τι σου είχα πει; Θυμάσαι; Θα γίνω καλά σου είπα. Δεν ήρθε η ώρα μου ακόμα. Το λέω σε όλους σας. Πιστέψτε το όπως εγώ. Ποτέ μου δεν πίστευα πως θα πεθάνω τόσο νέα. Είκοσι πέντε χρονών είμαι. Έχω παιδί να μεγαλώσω. Θα το μεγαλώσω, θα το παντρέψω, θα σηκώσω εγγόνια και τότε θα πω του Θεού τώρα μπορείς να με πάρεις. Ο Θεός και οι μάνες συνεννοούνται θαυμάσια…»

Είχα ανοίξει τ’ αυτιά μου, την καρδιά μου, την ψυχή μου και ρουφούσα. Ρουφούσα τα λόγια της μάνας Ελένης. Πρώτη θέση στην Επίδαυρο ένιωθα. Στη σκηνή εξελίσσονταν όλες μαζί οι τραγωδίες του Αισχύλου. Παξινού; Η Ελένη. Ένα ομόφωνο «Μπράβο κορίτσι μου» ακούστηκε απ’ τα διπλανά κρεβάτια και τις καρέκλες. Ήταν το χειροκρότημα για τη μεγάλη τραγωδό. Ο χάρος τρόμαξε, τα βρόντηξε κι όπου φύγει φύγει.

Η Ελένη έπιασε το κινητό της. Την οθόνη του φώτισε η πεντάμηνη λαμπερή, γελαστή φατσούλα του μωρού της. Το έδειξε με περηφάνια στη νοσοκόμα που κάθονταν δίπλα της. Της πρότεινε να το δείξει και σε μένα. Ένας ροδαλός μπέμπης μου χαμογελούσε. Η Ελένη χείμαρρος. «Το γέννησα το Μάη και το είδα την περασμένη εβδομάδα, αρχές Νοέμβρη» «Πως έγινε;» Τόλμησα δειλά έτοιμη και μη, να δεχτώ την τραγωδία των λόγων της. «Ήμουν στο μήνα μου. Πονούσα τον δεξί μου αστράγαλο φοβερά. Οσφυαλγία μου είπαν οι γιατροί. Το βάρος … οι υγρασίες … σα γεννήσεις θα σου περάσουν όλα. Μπήκα στο μαιευτήριο, γέννησα, περίμενα να κατεβάσω γάλα. Και καθώς το στήθος γαλάκτιζε και φούσκωνε αυτός ήρθε και στάθηκε πρώτη θέση». «Ποιός;» δεν τόλμησα την ερώτηση.

ΔΙΑΦΗΜΗΣΗ
Advertisement

Η Ελένη συνέχισε σαν ακατάσχετη αιμορραγία. «Οι ορμόνες λέει της εγκυμοσύνης τον προκάλεσαν …Ναι … πέστε μου τώρα πως φταίει και το μωράκι μου;»

Η Ελένη ερωταπαντούσε εγώ άκουγα … δεν τολμούσα να διακόψω. Δε σταματά εύκολα η αιμορραγία μιας ψυχής, μάνας που την πολεμά ο χάρος. Μιας μάνας που πέντε μήνες έκαμε να δει και να σφίξει στην αγκαλιά της το αγγελούδι που έφερε στον κόσμο. Το αβύζαχτο αγγελούδι. Γιατί πέντε μήνες; Γιατί ο πόνος στο πόδι ήταν η μετάσταση του καρκίνου του μαστού που βιάστηκε να τρέξει στα νεαρά οστά της Ελένης. Χειρουργήθηκε στο στήθος και στο πόδι και στην ένατη πια χημειοθεραπεία, τότε που η ασθένεια συρρικνώθηκε στο δέκα τοις εκατό, της επέτρεψαν να πετάξει στο νησί της να δει το παιδί της. «Ήταν δώδεκα μεσάνυχτα που έφτασε» μου είπε. «Είχα μόλις προλάβει την τελευταία πτήση. Έτρεξα στη κούνια του κοιμόταν … θα το ξυπνήσουμε;» με ρώτησε η μητέρα μου. «Εννοείται» της απάντησα. Έτρεμα σύγκορμη. Τον πήρα στην αγκαλιά μου για πρώτη φορά. Άνοιξε τα νυσταγμένα του ματάκια και με είδε … με είδε …με είδε. Ο γιός μου με είδε. Τι ευτυχία θεέ μου!!! Με είδε και ω του θαύματος μου χαμογέλασε κιόλας. Όλα τα ευχαριστώ μαζί… Πως θα τ’ αντέξω Θεέ μου!!! Τον έσφιξα πάνω μου τρυφερά. Τον έσφιξα πάνω μου δυνατά. Πιο δυνατά έλεγε η ψυχή μου. Θα τον πονέσεις έλεγε το μυαλό μου όσο είχε απομείνει. Τον ένιωσα στον ακρωτηριασμένο μου κόρφο. Η ζεστασιά του κορμιού του βάλσαμο στη ψυχή μου. Η μυρωδιά της βρεφικής πούδρας ακριβό άρωμα στην όσφρηση μου. Στον χτύπο της καρδιάς μου που έσπρωχνε να βγει και να πέσει γονατιστή, να χυθεί σπονδή στα πόδια του, απαντούσε ο χτύπος της δικής του καρδούλας. Τον είχα αγκαλιά … απίστευτο … τον είχα αγκαλιά … τον είχα αγκαλιά.

Κουβεντούλες γλυκές τρυφερές ανέβηκαν στα χείλη μου. Κουβεντούλες μυστικές, φροντισμένες, περιποιημένες απ’ αυτές που βγαίνουν απ’ την καρδιά της μάνας για να τις ρουφήξει σα μαγνήτη η καρδιά του παιδιού της, χωρίς να παραστρατήσει συλλαβή. Απ’ αυτές που τρέχουν στους διαδρόμους της παιδικής ψυχούλας και τη χρωματίζουν ανεξίτηλα. Καθώς τα χείλη μου βεντούζιαζαν το μέτωπο του ένας όρκος όρμησε απ’ τα βαθειά μου. Ένας όρκος ορθώθηκε απ’ τη ψυχή μου: «Καρδούλα μου θα ζήσω. Θα ζήσω για να χορταστούμε, στ’ ορκίζομαι. Το γάλα που σου στέρησα θα το βυζάξεις σε αγάπη, σε λατρεία και η τελευταία του όρκου λέξη βυθίστηκε στο λυγμό της, πνίγηκε. Μικρή σιγή … ένα μπούκωμα γενικώς στους λαιμούς όλων μας, ένα δάκρυ ετοιμόρροπο ακροβατούσε στις κόχες των ματιών μας. Μια λέξη ακόμα και θα κατρακυλούσε. Ιερή σιγή … σταμάτησαν θαρρείς να σταλάζουν και οι οροί … ως να σβήσουν και οι τελευταίες μπουρμπουλήθρες του πνιγμού, να ηρεμήσουν τα νερά…

Αριστούργημα του Θεού η καρδιά της μάνας!!! Το μεγαλύτερο του αριστούργημα … αυτό που μπορεί και να τον πλησιάσει…. «Φαντάζομαι τη συγκίνηση του άντρα σου» ξεστόμισα δειλά, αστόχαστα, έτσι για να πω κάτι … Η φαντασία μου τον είχε πρωταγωνιστή στην τραγωδία. Τον μεγάλο τραγωδό τον είχε. Τότε η συγκίνηση σταμάτησε. Τότε ήρθε ο πάγος που σταματά τις αιμορραγίες. Τότε ήρθε η κρυοπηξία. Το πρόσωπο της πάγωσε. Το καστανό της βλέμμα έπηξε σε άχρωμη ουσία. Ατσάλι έμοιαζε … «Ποιος άντρας;». Βρόντηξε… κι ένιωσε να ποδοπατά με πείσμα τους λεμονανθούς του γάμου της που κανονικά έπρεπε ακόμα να αρωματίζουν.
«Δυστυχώς ο πατέρας του παιδιού μου κυρία μου απέδειξε πολύ γρήγορα πως μόνο άντρας δεν ήταν. Καλλίτερα που έφυγε. Τέτοιον πατέρα για το παιδί μου τι να τον κάμω; Ο πατέρας του παιδιού μου ήθελα να είναι δυνατός τουλάχιστον όσο κι εγώ.

ΔΙΑΦΗΜΗΣΗ
Advertisement

Αυλαία…
Γεια σου Ελένη και κάθε Λένη. Η ζωή σου μπορεί να είναι επικηρυγμένη, η ψυχή σου όμως είναι ψυχή μάνας αντριωμένης και κανένας καρκίνος δεν τολμά να την επικηρύξει.

Χειροκρότημα για την ΕΛΕΝΗ!

Βαρβάρα Βαγιάκου-Βλαχοπούλου

ΔΙΑΦΗΜΗΣΗ
Advertisement
ΔΙΑΦΗΜΗΣΗ
Διαφήμηση
Διαφήμηση
Advertisement

Επικαιρότητα